μεταγνώθω

μεταγνώθω
см. μεταγιγνώσκω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μεταγνώθω" в других словарях:

  • μεταγνώθω — και μεταγνώνω (Μ μετα[γ]νώθω) λυπάμαι για κάτι κακό που έκανα, μεταμελούμαι, μετανοώ μσν. αλλάζω γνώμη, μεταβάλλω προηγούμενη απόφαση, μετανιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον αόρ. μετ έγνωσα τού μεταγιγνώσκω, κατά το σχήμα ἔκλωσα: κλώθω …   Dictionary of Greek

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

  • μετάγνωμα — το (Μ μετάγνωμα) [μεταγνώθω] μεταμέλεια, μετάνοια μσν. αλλαγή γνώμης, μεταβολή απόφασης, μετάνιωμα …   Dictionary of Greek

  • μεταγνωμός — ο [μεταγνώθω] μεταμέλεια, μετάνοια, μετάνιωμα …   Dictionary of Greek

  • μεταγνώνω — βλ. μεταγνώθω …   Dictionary of Greek

  • μετανιώθω — (Μ) μετανοώ, μεταμελούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταγνώθω, με επίδραση τού μετανιώνω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»